- περίτεχνος
- -η, -ο, Ναυτός που έχει εκπονηθεί ή κατασκευαστεί με πολλή τέχνη και καλαισθησία, καλοδουλεμένος, μαστορικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. έν-τεχνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίτεχνος — η, ο ο κατασκευασμένος με εξαιρετική τέχνη, ο καλοδουλεμένος: Με μάλαμα χρυσώνει το ασήμι και περίτεχνα χρυσαφικά δουλεύει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυδαίδαλος — η, ο / πολυδαίδαλος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. δαιδαλώδης, λαβυρινθώδης («πολυδαίδαλη αίθουσα») 2. μτφ. πολύπλοκος, περίπλοκος, αδιέξοδος («πολυδαίδαλη επιχειρηματολογία») μσν. (για ηθοποιούς) πολύ ικανός, πολύ επιδέξιος αρχ. 1. (για αντικείμενο)… … Dictionary of Greek
ασκητός — ἀσκητός, ή, όν (Α) [ασκώ] 1. ο περίτεχνος, αυτός που έχει κατασκευαστεί με δεξιοτεχνία 2. ο στολισμένος 3. αυτός που επιτυγχάνεται με την εξάσκηση 4. ο γυμνασμένος, όποιος έχει εξασκηθεί σε κάτι … Dictionary of Greek
γλυπτοτεχνουργόμορφος — γλυπτοτεχνουργόμορφος, ον (Μ) σκαλισμένος περίτεχνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυπτός + τεχνουργόμορφος «περίτεχνος»] … Dictionary of Greek
δαιδαλοειδής — –ές 1. λαβυρινθώδης, πολύπλοκος 2. περίτεχνος, καλλιτεχνικός 3. δυσεξιχνίαστος, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίδαλος + είδης < είδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Τάσο Νερούτσο («δαιδαλοειδείς ταινίαι»)] … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
καλοκαμώνομαι — 1. συντελούμαι, γίνομαι εντελώς 2. ωριμάζω 3. (συν. στη μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοκαμωμένος, η, ο α) (για πράγματα) καλά, τέλεια κατασκευασμένος, καλοφτειαγμένος, περίτεχνος, καλοδουλεμένος («καλοκαμωμένο έπιπλο») β) (κυρίως για καρπούς)… … Dictionary of Greek
περίεργος — η, ο / περίεργος, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που ενδιαφέρεται για το καθετί και θέλει να τό γνωρίσει, αυτός που ερευνά και επιδιώκει να μάθει τα πάντα, ερευνητικός (α. «από μικρός ήταν περίεργος και έμαθε πολλά» β. «περίεργα παιδία», Γαλ. γ.… … Dictionary of Greek
περιτορνεύω — και περιτορεύω ΝΑ 1. τορνεύω κάτι γύρω γύρω, καθιστώ κάτι στρογγυλό χρησιμοποιώντας τον τόρνο 2. φιλοτεχνώ, κατασκευάζω προσεκτικά γύρω από κάτι («θνητὸν σῶμα αὐτῇ περιετόρνευσαν», Πλάτ.) 3. καθιστώ περίτεχνο κάτι 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.)… … Dictionary of Greek
περιφερής — και περφερής, ές, ΝΑ (για επιφάνεια ή γραμμή) κυκλικός, κυκλοτερής, καμπύλος αρχ. 1. αυτός που κινείται κυκλικά 2. (για σώματα) σφαιρικός 3. (για ύφος τού λόγου) περίτεχνος, περίκομψος 4. ασταθής, μη σταθερός, κυμαινόμενος 5. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek